σφαλάγγι

σφαλάγγι
το паук

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "σφαλάγγι" в других словарях:

  • σφαλάγγι — το, Ν βλ. φαλάγγι …   Dictionary of Greek

  • σφαλάγγι — το αράχνη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σφαλαγγίδα — η, Ν κοινή ονομασία δηλητηριώδους αράχνης, αλλ. σφαλάγγι ή φαλάγγι. [ΕΤΥΜΟΛ. < σφαλάγγι + επίθημα ίδα (πρβλ. κατσαρ ίδα)] …   Dictionary of Greek

  • σφαλαγγούδι — το, Ν [σφαλάγγι] η σφαλαγγίδα, το σφαλάγγι …   Dictionary of Greek

  • φαλάγγιο — το / φαλάγγιον, ΝΜΑ, και φαλάγγι και σφαλάγγι Ν, και φαλαγγεῑον Α 1. είδος αράχνης, η ρωγαλίδα 2. ναυτ. καθεμιά από τις στρογγυλές δοκούς, πάνω στην οποία μετακινείται ένα βάρος καθώς αυτές κυλίονται, και ιδίως εκείνες που χρησιμοποιούνται για… …   Dictionary of Greek

  • αράχνη — I Μυθολογικό πρόσωπο. Κόρη του πορφυροβάφου Ίδμωνα που κατοικούσε στην Ύπαιπα της Λυδίας. Ήταν τόσο φημισμένη για τη δεξιοτεχνία της στην υφαντική και στο κέντημα, που ακόμα και οι νύμφες του Τμώλου και του Πακτωλού έτρεχαν να θαυμάσουν τη… …   Dictionary of Greek

  • μαρμάγκα — η 1. κοινή ονομασία δηλητηριωδών αραχνών και γενικά τών αραχνών με μακριά και λεπτά πόδια, αλλ. μαύρο ή χοντρό σφαλάγγι 2. φρ. α) «θα σέ φάει η μαρμάγκα» λέγεται ως απειλή β) «τό φάγε η μαρμάγκα» εξαφανίστηκε, καταστράφηκε, χάθηκε …   Dictionary of Greek

  • σφάκελος — (I) ο, ΝΑ νεοελλ. νεκρωτικός ιστός που βρίσκεται σε εξέλιξη προς την αποβολή του, όπως στη γάγγραινα τού δέρματος αρχ. 1. (για οστά) σήψη 2. σπασμώδης κίνηση, σπασμός («ὑπό μ αὖ σφάκελος καὶ φρενοπληγεῑς μανίαι θάλπουσι», Αισχύλ.) 3. φρ.… …   Dictionary of Greek

  • σφαλάγκαθο — το, Ν κοινή ονομασία πόας τού γένους τών σκιάδανθών. [ΕΤΥΜΟΛ. < σφαλάγγι + αγκάθι] …   Dictionary of Greek

  • σφαλαγγουνιά — και σφελαγγουνιά, η, Ν [σφαλάγγι] 1. η φωλιά τής σφαλαγγιδας 2. ο ιστός τής σφαλαγγιδας …   Dictionary of Greek

  • σφαλαγγόχορτο — και σφαλαγγοχόρταρο, το, Ν κοινή ονομασία τού είδους φυτού Lapsana communis. [ΕΤΥΜΟΛ. < σφαλάγγι + χόρτο / χορτάρι] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»